αμάρτυρος?

αμάρτυρος?
ος , ον см. αμαρτύρητος 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αμάρτυρος?" в других словарях:

  • ἀμάρτυρος — without witness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμάρτυρος — η, ο (AM ἀμάρτυρος, ον) [μάρτυς] αυτός που δεν αποδεικνύεται με μαρτυρίες, ο δίχως μάρτυρες ή μαρτυρίες νεοελλ. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά …   Dictionary of Greek

  • αμάρτυρος — η, ο που δε μαρτυρείται, δεν είναι βεβαιωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαρτύρως — ἀμάρτυρος without witness adverbial ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάρτυρον — ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc sg ἀμάρτυρος without witness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύροις — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρου — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρους — ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρων — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαρτύρῳ — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάρτυρα — ἀμάρτυρος without witness neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»